σφάλλω

σφάλλω
ΝΜΑ
(ενεργ. και μέσ.)
1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα
2. αμαρτάνω
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος
αρχ.
1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά
2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς... τὸ κῡμα] ἔσφαλλε προσπῑπτον καὶ παρεδίδου πλαγίαις τοῑς Ἕλλησι», Πλούτ.)
3. (για ίππο) ρίχνω κάτω
4. γίνομαι αίτιος να ανατραπεί κάποιος, νικώ, καταβάλλω («σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», Σοφ.)
5. απατώ, παραπλανώ («θεὰ ἤδη μ'... ἔσφηλεν», Σοφ.)
6. μέσ. σφάλλομαι
α) (για μεθυσμένο) παραπατώ, τρεκλίζω
β) (ιδίως για πρόσ. που εκπίπτουν από υψηλή θέση) πέφτω, χάνομαι, γκρεμίζομαι («σφαλλομένους ἐπανορθῶν», Ξεν.)
γ) αποτυγχάνω σε κάτι
δ) χάνω ή καταστρέφω
7. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σφάλλων
ονομασία μιας βολής τών κύβων
8. φρ. α) «σφάλομαί τι» — υφίσταμαι αποτυχία (Ξεν.)
β) «σφάλλω τινά ἀπ' ἐλπίδος» — διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή φαίνεται η άποψη ότι το ρ. σφάλλω (< *σφάλ-) έχει σχηματιστεί από τη λ. σφαλός* «είδος δεσμού τών ποδιών», αν πρόκειται για αρχ. λ. και όχι μεταγενέστερη τού ρήματος. Αρχική σημ. τού ρήματος, επομένως, θα πρέπει να θεωρηθεί η «κάνω κάποιον να πέσει εμποδίζοντας, δεσμεύοντας του τα πόδια», απ' όπου η σημ. «πέφτω σε σφάλμα γενικά». Αμφίβολη, τέλος, φαίνεται η αναγωγή τών τ. σε ΙΕ ρίζα *sp(h)el- «σχίζω, ανοίγω, γδέρνω» (βλ. και ἀσπάλακας: σφάλαξ: σπάλαξ και σπολάς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφάλλω — σφάλλω, έσφαλα, εσφαλμένος βλ. πίν. 233 Σημειώσεις: σφάλλω : η μτχ. εσφαλμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που περιέχει σφάλμα, λαθεμένος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφάλλω — make to fall pres subj act 1st sg σφάλλω make to fall pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλλω — έσφαλα, εσφαλμένος, κάνω λάθος: Έσφαλε και θα τιμωρηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαλοῦσι — σφάλλω make to fall aor subj pass 3rd pl (epic) σφάλλω make to fall aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σφάλλω make to fall fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) σφάλλω make to fall fut ind act 3rd pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαλοῦσιν — σφάλλω make to fall aor subj pass 3rd pl (epic) σφάλλω make to fall aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σφάλλω make to fall fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) σφάλλω make to fall fut ind act 3rd pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλητε — σφάλλω make to fall aor imperat pass 2nd pl σφάλλω make to fall aor subj act 2nd pl σφά̱λητε , σφάλλω make to fall aor subj act 2nd pl (doric) σφάλλω make to fall aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλλον — σφάλλω make to fall pres part act masc voc sg σφάλλω make to fall pres part act neut nom/voc/acc sg σφάλλω make to fall imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σφάλλω make to fall imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλῃ — σφάλλω make to fall aor subj mp 2nd sg σφάλλω make to fall aor subj act 3rd sg σφά̱λῃ , σφάλλω make to fall aor subj mid 2nd sg (doric) σφά̱λῃ , σφάλλω make to fall aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλλεσθε — σφάλλω make to fall pres imperat mp 2nd pl σφάλλω make to fall pres ind mp 2nd pl σφάλλω make to fall imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάλλῃ — σφάλλω make to fall pres subj mp 2nd sg σφάλλω make to fall pres ind mp 2nd sg σφάλλω make to fall pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”